επινοώ — επινοώ, επινόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επινοώ — επινόησα, επινοήθηκα, επινοημένος, μτβ., βρίσκω με το νου μου, σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Επινόησε νέο εμβόλιο εναντίον της χολέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοῶ — ἐπινοέω think on pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
αντιμηχανώμαι — ἀντιμηχανῶμαι ( άομαι) (Α) επινοώ, εφευρίσκω κάτι κι εγώ ή επινοώ κάτι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
επιμηχανώμαι — ἐπιμηχανῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ τεχνάσματα, παίρνω προφυλάξεις εναντίον κάποιου («καινὸν ἄλλο τι δεινὸν ἐπιμεμηχάνηται τῇ κακοδαίμονι») 2. μηχανεύομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηχανώμαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< μηχανή «επινόημα,… … Dictionary of Greek
επινόηση — η (Α ἐπινόησις) [επινοώ] 1. η πράξη τού επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση 2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek